-
1 περιστεφανόω
A = περιστέφω, encircle, ἐμὲ ποῖος οὐκ ὄχλος π. Ar.Pl. 787, cf. IGRom.4.1725 (Samos, tm.); φλὲψ -στεφανοῦσα τὴν καρδίαν coronary vein, Gal.UP6.14 :—[voice] Pass.,πῖλοι πτεροῖσι περιεστεφανωμένοι Hdt.7.92
; ὄρεσι περιεστεφάνωται πᾶσα Θεσσαλίη ib. 130.II put round in a circle,τὸν ὄχλον D.H.3.30
;τὸν χάρακα Id.8.66
:—[voice] Pass.,νῆσοι κύκλῳ περιεστεφάνωνται τὴν οἰκουμένην Arist.Mu. 393b17
, cf. Ph.2. 324.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστεφανόω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский